Η Ιστορία της Πάργας

Πάργα

Η Πάργα είναι παραθαλάσσια κωμόπολη που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Πρέβεζας της άλλοτε επαρχίας Μαργαριτίου. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά επί του γήλοφου Πεζόβολος σε υψόμετρο 139 μ. και έως τα παράλια του Ιόνιου Πελάγους. Έχει πληθυσμό 2.415 κατοίκους. Αποτελεί ιστορική έδρα του δήμου Πάργας ενώ η δημοτική ενότητα Πάργας έχει πληθυσμό 3.904 κατοίκους (Απογραφή 2011). Έδρα του δήμου είναι το Καναλλάκι, αλλά η Πάργα αποτελεί οικονομικό, εμπορικό και τουριστικό κέντρο της περιοχής. Στην δημοτική κοινότητα ανήκουν οι τοπικές κοινότητες Αγιάς, Ανθούσας, Λιβαδαρίου. Δεν την αποκαλούν τυχαία άλλωστε, «Πριγκίπισσα του Ιονίου», γιατί είναι γοητευτική, μοναδική, μυστηριώδης, με μακραίωνη ιστορία και ποικίλες φυσικές ομορφιές.

Ιστορία

Αρχαίοι και ρωμαϊκοί χρόνοι
Στη βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο, όπου είναι χτισμένη η σημερινή Πάργα, τοποθετείται η ελληνιστική πολίχνη Τορύνη (του Πτολεμαίου και του Πλουτάρχου), η οποία φαίνεται ότι επέζησε ως τα υστερορωμαϊκά χρόνια εξαρτώμενη διοικητικά από τη ρωμαϊκή αποικία της Φωτικής. Η Τορύνη κατείχε μια πολύ επίκαιρη θέση τόσο από γεωσυγκοινωνιακή όσο κι από γεωοικονομική άποψη. Συγκεκριμένα έλεγχε τον χερσαίο ρωμαϊκό δρόμο, που οδηγούσε από τις θεσπρωτικές ακτές στην ενδοχώρα (στην πεδιάδα Μαργαριτίου). Έπειτα είχε τον έλεγχο των δυο όρμων, του Βάλτου και του Κρυονερίου, απ’ όπου περνούσαν υποχρεωτικά τα πλοία που ακολουθούσαν τον διεθνή θαλάσσιο δρόμο Απολλωνίας-Βουθρωτού-Νικόπολης. Τέλος, η Τορύνη βρισκόταν σε μια περιοχή που θα ήταν, όπως και σήμερα, κατάφυτη από ελαιόδεντρα, ενώ η θάλασσα θα πρόσφερε στους κατοίκους της πλούσια αλιεύματα και δυνατότητες για ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου. [1]

Βυζαντινοί (Μεσαιωνικοί) και νεότεροι χρόνοι
Η πρώτη μνεία της Πάργας με αυτή την ονομασία γίνεται το 1318.[2] Δυο χρόνια αργότερα, ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικόλαος Ορσίνι την προσφέρει, μαζί με τις προσόδους από τις καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου, στην Βενετία, με αντάλλαγμα βοήθεια ενάντια στους Παλαιολόγους του Βυζαντίου.[2] Κατά την εξέγερση της Ηπείρου κατά του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου το 1338/39, η Πάργα παρέμεινε πιστή στον αυτοκράτορα.[2]

Το 1387 αναφέρεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ως μια από τις κυριότερες πόλεις της Ηπείρου. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με την συρροή των κατοίκων της περιοχής της Βαγενετίας (απέναντι από την Κέρκυρα), γύρω στο 1370.

Περί το 1395 η πόλη βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Αλβανού ηγεμόνα της Άρτας, Ιωάννη Μπούα.[2] Το 1401, πέρασε στα χέρια της Βενετικής Δημοκρατίας ως εξάρτημα της Κέρυρας. Παρέμεινε υπό βενετική κυριαρχία με μικρά διαλείμματα ως την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας το 1797.[2] Στα χρόνια της Ενετοκρατίας είχε σημαντικά προνόμια, γνώρισε οικονομική ακμή και αποτέλεσε γέφυρα ανάμεσα στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τη Βενετία.

Η περιοχή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους δεχόταν πολλές επιθέσεις και επιδρομές πειρατών και ληστών. Η κατάσταση σταθεροποιείται από τα τέλη του 16ου αιώνα. ως τα τέλη του 18ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια της βενετικής διοίκησης η Πάργα οχυρώνεται καθώς χτίζεται το κάστρο της, γίνεται εμπορικό κέντρο (στο Βάλτο σώζεται ακόμα η Ντογάνα, δηλαδή το τελωνείο της εποχής), αποκτά προνόμια και αυτοδιοίκηση και αναπτύσσεται οικονομικά. Παράλληλα, οι Βενετοί διατάζουν τη φύτευση του ελαιώνα, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος των Παργινών να ασχολούνται με την παραγωγή ελιάς και λαδιού.

Στην Πάργα, όπως και στην Πρέβεζα λειτούργησαν λιοτριβιά (ελαιοτριβεία) και σαπωνοποιεία. Την ίδια αυτή περίοδο αναπτύσσεται σημαντική εκπαιδευτική κίνηση με πρωτεργάτες ονομαστούς δασκάλους, όπως τον Ιερομόναχο Φιλόθεο, τον Αναστάσιο Μοσπινιώτη, τον Ανδρέα Ιδρωμένο και Χριστόφορο Περραιβό, τον Αγάπιο Λεονάρδο, κ.ά. Κατά την Τουρκοκρατία, αρκετοί Σουλιώτες περνούν μέσω Πάργας προς τα Επτάνησα.

Οι πρόσφυγες της Πάργας του Francesco Hayez. Πινακοθήκη Tosio-Martinengo, Brescia, Ιταλία
Tο 1797 πέρασε από ενετική σε γαλλική κυριαρχία και το 1814 σε αγγλική. Οι Άγγλοι την πούλησαν το 1819 με συνθήκη στον Aλή Πασά. Οι Παργινοί αντέδρασαν στη συνθήκη και για να μην υποδουλωθούν κατέφυγαν τον Μάρτιο του ίδιου έτους μαζικά στην Κέρκυρα, παίρνοντας μαζί τους ακόμη και τα οστά των προγόνων τους[3].

Η Πάργα στην επανάσταση του 1821
Από το λιμάνι της Πάργας εφοδιάζονταν οι Σουλιώτες με τρόφιμα και πυρομαχικά για τον αγώνα τους ενάντια στον τύραννο, στο κάστρο της Πάργας κατέφευγαν όταν αναγκάζονταν προσωρινά να εγκαταλείψουν το Σούλι. Στην Πάργα κατέφυγαν μετά την πτώση του Σουλίου και από εκεί ξεριζώθηκαν μαζί με τους Παργινούς όταν ο Άγγλος διοικητής των Επτανήσων Τόμας Μέτλαντ (Thomas Maitland) πούλησε την Πάργα στον Αλή Πασά.

Οι Παργινοί οι οποίοι διατηρούσαν στενή σχέση με τα Επτάνησα πλέον βρίσκονταν και αυτοί υπό την κυριαρχία των Άγγλων. Oι Άγγλοι όμως και ο Τόμας Μέτλαντ μετά την απελευθέρωση της Κέρκυρας το 1814 θέλοντας να ενισχύσει τον Αλή Πασά και με τον τρόπο αυτό να μειώσει την επιρροή των Ρώσων στην περιοχή αποφασίζει να “πουλήσει” την Πάργα στον Αλή Πασά ο οποίος για χρόνια την πολιορκούσε και δεν μπορούσε να την κατακτήσει. Τελικά όσα δεν κατάφερε ο Τουρκαλβανός άρχοντας δια τις βίας επί σειρά ετών, είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να κατασκευάσει το κάστρο της Ανθούσας σε ύψωμα πάνω από την Πάργα για να πολιορκεί συνεχόμενα και να ελέγχει την πόλη, το κατάφερε με ένα πλούσιο αντάλλαγμα προς τους Άγγλους . Τότε περίπου 4.000 Παργινοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταστούν πρόσφυγες στα Επτάνησα, αφού προηγουμένως ημέρα Μεγάλη Παρασκευή, ανάσκαψαν τους πατρώους τάφους και συναθροίζοντας τα οστά των προγόνων τους τα έκαψαν στη πλατεία της αγοράς για να μη βεβηλωθούν από τους Αλβανούς που εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στη περιοχή, λαμβάνοντας την τέφρα μαζί τους! Το απόγευμα της ίδιας ημέρας επιβιβάστηκαν σε πλοία και πέρασαν στη Κέρκυρα. Επίσης μαζί τους πήραν σε σάκους χώμα της πατρώας γης, ενώ για άλλα σκεύη εκκλησιών και οικογενειακά εμποδίστηκαν από τους Άγγλους . Το ποσόν της εξαγοράς της Πάργας ήταν 150.000 λίρες που συγκέντρωσε ο Αλή Πασάς με εράνους που διενήργησε στο πασαλίκι του. Έτσι η Πάργα ήταν η τελευταία πόλη του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου που πέρασε σε τουρκική κατοχή. Το 1913 η Πάργα εντάσσεται στο Ελληνικό κράτος. Πολλοί Παργινοί επιστρέφουν στον τόπο τους μετά την απελευθέρωση, 23 Φεβρουαρίου του 1913.

Η αποκοπή της Πάργας από τη Θεσπρωτία
Μόλις λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της το 1913, θ’ αποκοπεί διοικητικά από τον νομό Θεσπρωτίας για να υπαχθεί στον νομό Πρέβεζας. Η πρωτοβουλία πάρθηκε από τον τότε βουλευτή και υπουργό Στρατιωτικών, Θεόδωρο Χαβίνη σε δύο «δόσεις». Μία το 1928 και μία το 1946 επί κυβερνήσεως Σοφούλη. Μαζί της μετακόμισαν και οι γειτονικοί οικισμοί: Αγιάς, Ανθούσας, Αμμουδιάς, Θέμελου, Καστρίου, Κορώνης, Μεσοποτάμου, Σταυροχωρίου και Τουρκοπάλουκου (=σημερινή Κυψέλη).Ομως, μαζί με τα όμορα χωριά παραμένει ξεκομμένη γεωγραφικά από την υπόλοιπη περιοχή του νομού Πρέβεζας. Τρεις βασικούς λόγους επικαλούνται οι Παργινοί, για την επανένωσή τους με τον νομό Θεσπρωτίας:

  1. Ιστορικούς-πολιτισμικούς και γεωγραφικούς δεσμούς.
  2. Πολιτικούς, οικονομικούς και πρακτικούς λόγους λόγω του τουρισμού, ώστε η Πάργα να μη χάσει την αυτονομία της και να παραμείνει δήμος.
  3. Ηθικούς, ώστε ν’ αποκατασταθεί μια διαχρονική αδικία, αφού ουδέποτε οι πρόγονοί τους ρωτήθηκαν για την υπαγωγή της Πάργας στον νομό Πρέβεζας.

Το κάστρο

Πριν κατασκευαστεί το ισχυρό κάστρο της Πάργας που σώζεται μέχρι και σήμερα, οι κάτοικοι της Πάργας προσπαθούσαν να διατηρούσαν οχυρωμένη την πόλη, που ήταν εκτεθειμένη προς τη θάλασσα, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους επιδρομείς. Στην προσπάθεια τους αυτή είχαν φτιάξει τις πρώτες οχυρωματικές κατασκευές και με τη βοήθεια των Νορμανδών. Το 1452 καταλαμβάνει την οχυρωμένη θέση ο Χατζή Μπέης αλλά το το 1454 το ανακαταλαμβάνουν οι κάτοικοι της. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537 κατεδάφισε το υπάρχον φρούριο και πόλη.

Το κάστρο κατασκευάζεται εκ νέου με την βοήθεια των Ενετών, αλλά πριν ολοκληρωθεί κατεδαφίζεται ξανά από τους Τούρκους. Οι Ενετοί το 1792 χτίζουν για τρίτη και τελευταία φορά ένα τέλειο δυνατό φρούριο, που μένει απόρθητο μέχρι το 1819, παρά τις επιθέσεις κυρίως του Αλή Πασά των Ιωαννίνων που ψηλά από το κάστρο της Αγιάς – Ανθούσας τους πολιορκεί.

Το κάστρο της Πάργας – Λεπτομέρεια από πίνακα του Francesco Hayez.
Οι Ενετοί δημιούργησαν αρτιότητα σχεδίου άμυνας που μαζί με την φυσική οχύρωση το καθιστούσαν φρούριο ανίκητο. Έξω από το κάστρο οκτώ πύργοι σε διάφορες θέσεις, συμπλήρωναν την άμυνα. Μέσα στο στενό χώρο της ακρόπολης ήταν στοιβαγμένα 400 σπίτια, με τρόπο που να καταλαμβάνουν μικρό χώρο, απυρόβλητα από τη θάλασσα.

Από τη βρύση «Κρέμασμα» εφοδιάζονταν με νερό οι δεξαμενές του κάστρου και τα σπίτια. Το κάστρο για τον εφοδιασμό του, χρησιμοποιούσε τους δύο όρμους: του Βάλτου και της Πωγωνιάς.Το κάστρο της Πάργας ήταν απόρθητο σε όλη τη διάρκεια της διοίκησης του Αλή Πασά και πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση στους Σουλιώτες που τον αντιμάχονταν. Στο κάστρο αυτό, ελεύθεροι πολιορκημένοι Παργινοί και Σουλιώτες έδωσαν ηρωικές μάχες και κράτησαν την ελευθερία τους επί αιώνες.

Στο κάστρο της Πάργας θα μπορεί κανείς να φτάσει μέσα από στενά δρομάκια και σκαλοπάτια από το λιμάνι της Πάργας και υπάρχει και πλακοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στην παραλία του Βάλτου.

Όταν η Πάργα πουλήθηκε στους Τούρκους το 1819, ο Αλής το ενίσχυσε ακόμη περισσότερο και εγκατέστησε στην κορυφή του το χαρέμι του και τα χαμάμ, αναμορφώνοντας ριζικά τους χώρους του κάστρου.

Στην τοξωτή πύλη της εισόδου διακρίνονται στο τείχος ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, το όνομα «ΑΝΤΟΝΙΟ CERVASS 1764», εμβλήματα του Αλή πασά, δικέφαλοι αετοί και σχετικές επιγραφές. Θολωτοί διάδρομοι, αίθουσες πυροβολείων, στοές εφοδίων, ισχυροί προμαχώνες με θυρίδες πυροβόλων, θυρίδες ελαφρών όπλων, λέγεται οτι υπάρχει ακομα και κρυφή δίοδος προς τη θάλασσα, στρατώνες, φυλακές, αποθήκες και δύο οχυρά στην τελευταία γραμμή αμύνης : δείχνουν αρτιότητα σχεδίου αμύνης που μαζί με την φυσική οχύρωση το καθιστούσαν φρούριο ανίκητο.

Σήμερα το κάστρο φωτίζεται και έχει τη δυνατότητα το κοινό να το επισκέπτεται. Στον κεντρικό χώρο έχουν ανακατασκευαστεί δύο κεντρικά κτήρια που φιλοξενούν θεατρικές παραστάσεις εκθέσεις καθώς και πλήθος κόσμου. Στο Κάστρο λειτουργεί αναψυκτήριο-καφετέρια, εκθεσιακός χώρος όπου στεγαζεται έκθεση φωτογραφίας. Το κάστρο είναι επισκέψιμο από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ.

Παργινά – Κανάρεια

Κάθε χρόνο τον δεκαπενταύγουστο πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Δήμο Πάργας, τα επονομαζόμενα Παργινά ή Κανάρεια. Οι εορτασμοί έχουν θρησκευτικό και ιστορικό χαρακτήρα.

Το βράδυ του εορτασμού της Παναγίας ο κόσμος μεταφέρεται με βάρκες στο νησάκι της Παναγιάς που βρίσκεται μπροστά από την πόλη της Πάργας. Το επόμενο βράδυ ανήμερα της Παναγιάς (15 Αυγούστου) πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται στον χώρο του λιμανιού για να παρακολουθήσει τη “βαρκαρόλα” η οποία αναπαριστά την επιστροφή των Παργινών και των Ιερών Κειμηλίων τους στην Πάργα. Το 1817 οι Άγγλοι που είχαν υπό την κατοχή τους την Πάργα προχώρησαν στην πώληση της στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Σχεδόν ένα αιώνα μετά κατά την απελευθέρωση της Ηπείρου οι Παργινοί επέστρεψαν στη, ελεύθερη πια, Πάργα και το γεγονός αυτό αναπαρίσταται στη βαρκαρόλα. Δύο σειρές βάρκες από το κάστρο και τις Παυλούκες, στολισμένες φαντασμαγορικά με ενετικά φανάρια, κινούνται προς το λιμάνι όπου και τους γίνεται υποδοχή με πλήθος πυροτεχνημάτων και βεγγαλικών.

source: wikipedia